- οργανοθετώ
- ὀργανοθετῶ, -έω (Α)κατατάσσω σε πίνακα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄργανον + -θετῶ (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. οριο-θετώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οργανοθεσία — ὀργανοθεσία, ἡ (Α) [οργανοθετώ] κατάταξη σε πίνακα … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek